Κυριακή 13 Μαρτίου 2011



Το «Hunger» (2008) του Βρετανού σκηνοθέτη Στιβ ΜακΚουίν είναι μια από τις δυνατότερες και σκληρότερες ταινίες των τελευταίων χρόνων. Ο τίτλος παραπέμπει στον Μπόμπυ Σανς και τους φυλακισμένους αγωνιστές του ΙΡΑ, που στα 1981 προχώρησαν σε απεργία πείνας μέχρι θανάτου, για να αναγκάσουν την κυβέρνηση της Μ. Θάτσερ να τους παραχωρήσει καθεστώς πολιτικού κρατουμένου. Η ταινία περιγράφει επίσης την περίοδο της «βρώμικης διαμαρτυρίας» που προηγήθηκε. Μας δίνει μια εικόνα της ζωής τους, της μορφής του αγώνα τους, της οργάνωσής τους μέσα στη φυλακή και της σχέσης τους με το κίνημα απ΄ έξω, της αντίδραση της διεύθυνσης των φυλακών, αλλά και της στοχοποίησης των σωφρονιστικών υπαλλήλων από τους εκτελεστές του ΙΡΑ.

Το Hunger όμως δεν είναι μια ταινία για την Ιρλανδία με τον τρόπο της «Ματωμένης Κυριακής» ή του «Ανέμου που χορεύει το κριθάρι». Δεν έχει πλάνα από τα πράσινα λιβάδια του νησιού ή τις φτωχογειτονιές των αστικών του κέντρων. Η κάμερα του ΜακΚουίν είναι έγκλειστη στη φύλακη του Μέιζ μαζί με τους ήρωές του, και η φυλακή είναι που κρατάει εδώ τον πρωταγωνστικό ρόλο. Σε ταινίες όπως το «Όνομα του Πατρός», ο εγκλεισμός προσφέρει στον ήρωα μια περίοδο ενδοσκόπησης, απαραίτητη για να βγει δυνατότερος και σε εσωτερική γαλήνη, μόλις έρθει τελικά η δικαίωση. Εδώ, αντίθετα, η φυλακή δεν είναι ουδέτερη, δεν είναι σκηνικό, ούτε ένα στάδιο σε κάποια διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης. Η φυλακή του «Hunger» είναι η φυλακή του Μισέλ Φουκώ, ένας χώρος όπου ο έλεγχος και η εξουσία είναι μελετημένες και μετρήσιμες πρακτικές.

Η αρχιτεκτονική, οι κανονισμοί και οι ρουτίνες του κτιρίου όπου είναι γυρισμένη η ταινία έχουν ως μόνο σκοπό να ρυθμίζουν και να περιορίζουν τις βασικές βιολογικές ανάγκες των κρατουμένων. Τροφή και νερό, ύπνος, έρωτας, ρουχισμός, κοινωνική επαφή, πρόσβαση σε ανοιχτό χώρο, πρόσβαση στον έξω κόσμο - όλα αυτά είναι στην ευχέρεια της διεύθυνσης, από την οποία εξαρτώνται οι κρατούμενοι. Πρόκειται γι΄ αυτό που ο Φουκώ περιγράφει ως «βιοπολιτική»: το ίδιο το σώμα των κρατουμένων γίνεται το εργαλείο που χρησιμοποιεί η φυλακή για τον έλεγχό τους, με τελικό αποτέλεσμα την ηθική και σωματική εξουθένωση. Στόχος πια δεν είναι απλά ο έλεγχος της παραβατικότητας, αλλά και να λειτουργήσει η φυλακή ως μοντέλο και μεταφορά για τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων και εκτός των τοιχών: Η φυλακή ως δημιούργημα του σύγχρονου κράτους και το σύγχρονο κράτος ως φυλακή.

Για να δείξουν ότι δεν αποδέχονται να φυλακιστούν ως ποινικοί, οι κρατούμενοι αρνούνται την τήρηση των κανονισμών της φυλακής. Ξεκινούν αυτό που έμεινε γνωστό ως «βρώμικη διαμαρτυρία»: Δεν φορούν τις στολές τους, προτιμώντας να κυκλοφορούν γυμνοί. Δεν πλένονται ούτε κουρεύονται ή ξυρίζονται, και προτιμούν να ζουν μέσα στις ακαθαρσίες τους, από το να αφήσουν τους υπαλλήλους της φυλακής μέσα στα κελιά τους για να τα καθαρίσουν. Η βρωμιά τους, τα περιττώματα και η μασημένη τροφή, τα βρώμικα νύχια και τα λιγδιασμένα μαλλιά, η αηδία που προκαλεί το θέαμά τους καταστρέφουν την ομαλή διευθέτηση των πραγμάτων μέσα στη φυλακή. Οι κρατούμενοι καταφέρνουν έτσι να γυρίσουν το παιχνίδι. Το σώμα τους δεν είναι πια η φυλακή τους, αλλά όπλο ενάντια στη φυλακή τους, εξίσου και περισσότερο αποτελεσματικό από τις σφαίρες των συντρόφων τους.

Η αντίσταση των κρατουμένων είναι βέβαια μια ευθεία πρόκληση στην εξουσία της φυλακής. Σταδιακά, το προσωπείο των κανονισμών και των δικαιωμάτων πέφτει, ο υπάλληλος που ελέγχει μία-μία τις καρτέλες των κρατουμένων φεύγει, για να εισβάλουν οι ειδικές δυνάμεις, που θα σπάσουν την ανυπακοή των κρατουμένων με την ωμή βία. Πάνω σε αυτήν είναι βασισμένη εξάλλου ολόκληρη η κυριαρχία της φυλακής ως συστήματος, που αποκτηνώνει κρατούμενους και δεσμοφύλακες, ώστε να καθιστά δυνατό τον έλεγχό τους. Το ερώτημα που θέτει ο Φουκώ και αναπαριστά στην ταινία του ο ΜακΚουίν είναι αμείλικτο: Μπροστά στη βία της φυλακής, μπροστά στην ύπαρξή της, πόσο σχετικά μπορεί να είναι τα επιμέρους εγκλήματα των κρατουμένων της;

Η πρώτη αποτυχία οδηγεί στην απόφαση για απεργία πείνας μέχρι θανάτου. Το φυλακισμένο σώμα, στερείται αξιοπρέπειας και ελευθερίας. Όπως η μη ανυπακοή, η επιστροφή σε μια κτηνώδη κατάσταση, κερδίζει για τους κρατούμενους την αξιοπρέπεια, έτσι και η αυτοκαταδίκη τους σε θάνατο κερδίζει την ελευθερία. Πρόσκαιρα όμως. Το τίμημα είναι μεγάλο – 9 νεκροί απεργοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου